Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ουγώ — οὑγώ (Α) αττ. κράση αντί ὅ ἐγώ … Dictionary of Greek
οὑγώ — ἐγώ , ἐγώ I at least masc/fem nom/voc 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)